τσόχινος

τσόχινος
[цохинос] επ суконный.

Эллино-русский словарь. 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τσόχινος" в других словарях:

  • τσόχινος — η, ο, Ν κατασκευασμένος από τσόχα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσόχα + κατάλ. ινος (πρβλ. μάλλ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • τσόχινος — η, ο που είναι κατασκευασμένος από τσόχα: Τσόχινο παλτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»